προτομῆς

προτομῆς
προτομή
front part cut off
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αίρε — Ναυτ. κέλευσμα που τό χρησιμοποιούσαν παλαιότερα κυρίως στο πολεμικό ναυτικό για την έπαρση σήματος ή σημαίας, άρση τών πανιών, κεραίας ή σκότας κ.λπ. καθώς και για την ύψωση προς τα επάνω τής προτομής τών ναυτικών πυροβόλων. Γενικότερα είχε την… …   Dictionary of Greek

  • κανονιόκρανο — το το εξόγκωμα που βρίσκεται γύρω από το στόμιο τής προτομής τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. κανονιόκρανο αντί* κανονόκρανο (βλ. λ. κανονιοβολώ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κρανο (< κρᾱνον «κρανίο», τ. που μαρτυρείται μόνο στο β συνθετικό σύνθ.… …   Dictionary of Greek

  • φουρούσι — και φορούσι και φρούσι, το, Ν αρχιτ. προεξοχή επιφάνειας τοίχου ή πρόσθετο εξάρτημα που χρησιμεύει ως υποστήριγμα εξώστη, γεισώματος ή προτομής …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος Ωρολογάς — (Αναστάσιος Αντωνιάδης Σαατσόγλου, 1864 – 1922).Κληρικός. Αρχικά διετέλεσε μητροπολίτης Στρωμνίτσης και Τιβεριούπολης (1902 8), και αργότερα μητροπολίτης Κυδωνιών. Η θητεία του στο πρώτο αξίωμα συνέπεσε χρονικά με το αποκορύφωμα του Μακεδονικού… …   Dictionary of Greek

  • Δαυής, Δημήτριος — (Δαυγάτα, Κεφαλονιά 1812 – 1894). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Άσκησε το επάγγελμα του δημοσιογράφου στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στην Κωνσταντινούπολη, του συμβολαιογράφου στο Αργοστόλι, του εμπόρου στη Ρουμανία και του δημοσιογράφου στο… …   Dictionary of Greek

  • Ματσόνι, Γκουίντο — (Guido Mazzoni, Μοντένα 1450 – 1518). Ιταλός γλύπτης. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως οργανωτής λαϊκών εορτασμών και πανηγυριών. Το 1475 φιλοτέχνησε το πρώτο του γλυπτό που ονομάζεται Ο Χριστός νεκρός, για έναν ναό της μικρής πόλης Μπουσέτο, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Πολεμικό Ελλάδος — Εγκαινιάστηκε το 1975 και στεγάζεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας (στη γωνία με την οδό Ριζάρη), στην Αθήνα. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η συλλογή του αποτελείται από ευρήματα και ιστορικά… …   Dictionary of Greek

  • Πάλλη, Αγγελική — (Λιβόρνο 1798 – 1875). Ποιήτρια και πεζογράφος. Η Α.Π. είχε ευρύτατη μόρφωση και γνώριζε εκτός από την ελληνική, την ιταλική, τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα. Ως συγγραφέας έγραψε κυρίως στα ιταλικά ποιήματα, δραματικά έργα, διηγήματα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”